ἀθετῶ

ἀθετῶ
ἀθετέω
set at naught
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀθετέω
set at naught
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αθετώ — αθετώ, αθέτησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αθετώ — ( έω) (Α ἀθετῶ) θέτω κατά μέρος, παραμελώ, αγνοώ, παραβιάζω (συμφωνία, υπόσχεση ή όρκο) αρχ. 1. απορρίπτω, ακυρώνω, αρνούμαι κάτι 2. διαφωνώ 3. αδιαφορώ, περιφρονώ 4. επαναστατώ 5. γραμμ. απορρίπτω λέξη, χωρίο ή γραμματικό τύπο ως νόθο, οβελίζω.… …   Dictionary of Greek

  • αθετώ — αθέτησα, αθετήθηκα, αθετημένος 1. παραβαίνω, καταπατώ υπόσχεση ή συμφωνία: Ένιωθε πολύ άσχημα, γιατί ήταν η πρώτη φορά που θα αθετούσε την υπόσχεσή του. 2. χαραχτηρίζω κάποιο κείμενο (ολόκληρο ή μέρος του) ως νόθο: Πολλοί φιλόλογοι αθετούν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • άθετος — η, ο (Α ἄθετος, ον) νεοελλ. ατοποθέτητος αρχ. 1. ο δίχως θέση ή τόπο 2. αυτός που έχει τεθεί κατά μέρος, ακατάλληλος, άχρηστος 3. επίρρ. ἀθέτως παράνομα, δεσποτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θετός < τίθημι. ΠΑΡ. αθετώ, αθεσία] …   Dictionary of Greek

  • αθέτημα — το (Α ἀθέτημα) [ἀθετῶ] παραβίαση, παράβαση νόμου …   Dictionary of Greek

  • αθέτηση — η (Α ἀθέτησις) ακύρωση, παραβίαση, καταπάτηση όρκου, νόμου ή συμφωνίας αρχ. 1. παραμέληση, κατάργηση 2. απόρριψη νόθου χωρίου ή λέξης από συγγραφικό έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθετώ. ΠΑΡ. αθετήσιμος] …   Dictionary of Greek

  • αθετήσιμος — η, ο (Α ἀθετήσιμος, ον) [ἀθετῶ] αυτός που είναι δυνατόν να αθετηθεί …   Dictionary of Greek

  • αθετητής — ἀθετητής, ο (Α) [ἀθετῶ] παραβάτης …   Dictionary of Greek

  • ακυρώνω — (Α ἀκυρῶ, όω) κάνω κάτι άκυρο, καταργώ, ανακαλώ αρχ. 1. θέτω κάτι σε αχρηστία, αθετώ 2. κάνω κάτι ανίσχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άκυρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκύρωσις, νεοελλ. ακυρώσιμος, ακυρωτικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”